Ελεύθερο κράτος του Κονγκό

Οι Βέλγοι άρχισαν να εξερευνούν το Κονγκό τη δεκαετία του 1870, αρχικά με τον Σερ Χένρι Μόρτον Στάνλεϊ, ο οποίος ανέλαβε την εξερεύνηση με επιχορήγηση του βασιλιά Λεοπόλδου Β΄ του Βελγίου. Στις ανατολικές του προαποικιακού Κονγκό γίνονταν συχνά επιδρομές για την αρπαγή ανθρώπων για να πουληθούν ως δούλοι, κυρίως από Άραβες-Σουαχίλι δουλεμπόρους, όπως ο Τίπου Τιπ. Ο Λεοπόλδος σχεδίαζε να γίνει το Κονγκό αποικία. Ο Λεοπόλδος απέκτησε επισήμως τα δικαιώματα του Κονγκό στο Συνέδριο του Βερολίνου το 1885 και το μετέτρεψε σε ιδιόκτητη έκταση και το ονόμασε Ελεύθερο Κράτος του Κονγκό. Το καθεστώς του Λεοπόλδου ξεκίνησε διάφορα έργα υποδομής, όπως την κατασκευή σιδηροδρόμου ο οποίος θα ένωνε τις ακτές με την πρωτεύουσα Λεοπολντβίλ (σήμερα Κινσάσα). Χρειάστηκαν οχτώ χρόνια για να ολοκληρωθεί.

Οι άποικοι χρησιμοποίησαν τον ντόπιο πληθυσμό για να παράγουν λάστιχο, το οποίο λόγω της διάδοσης των αυτοκινήτων και των λαστιχένιων τροχών είχε δημιούργησε αυξανόμενη διεθνή αγορά. Οι πωλήσεις λαστίχου έφεραν μια περιουσία στον Λεοπόλδο, ο οποίος έφτιαξε αρκετά κτίρια στις Βρυξέλλες και την Οστάνδη για να τιμήσει τον εαυτό και της χώρα του. Για την ενίσχυση της παραγωγής, στάλθηκε ο στρατός, η Force Publique, η οποία ανάμεσα στις μεθόδους που χρησιμοποιούσε ήταν να κόβει να άκρα των ντόπιων.

Την περίοδο 1885-1908, εκατομμύρια Κονγκολέζων πέθαναν εξαιτίας των επιπτώσεων της εκμετάλλευσης και των ασθενειών. Σε κάποιες περιοχές ο πληθυσμός μειώθηκε αισθητά. Εκτιμάται ότι η ασθένεια του ύπνου και η ευλογιά σκότωσαν σχεδόν τον μισό πληθυσμό του κατώτερου ρου του Κονγκό. Κυβερνητική επιτροπή αργότερα κατέληξε ότι ο πληθυσμός του Κονγκό είχε μειωθεί στο μισό εκείνη την περίοδο, αν και δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία.

Βελγικό Κονγκό

Το 1908, το Βελγικό Κοινοβούλιο, αν και δίστασε αρχικά, λύγισε από την διεθνή πίεση (ιδιαίτερα αυτή του Ηνωμένου Βασιλείου) και κατέλαβε το ελεύθερο κράτος από τον βασιλιά Λεοπόλδο. Τις 18 Οκτωβρίου, το Βελγικό Κοινοβούλιο υπερψήφισε την προσάρτηση του Κονγκό ως βελγική αποικία. Οι αποικιοκράτες διοικούσαν την περιοχή και υπήρχε διπλό νομικό σύστημα (ένα ευρωπαϊκών δικαστηρίων και ένα ιθαγενές, ανάμεσα στις φυλές). Τα ιθαγενή δικαστήρια είχαν περιορισμένες εξουσίες και παρέμεναν υπό αυστηρό έλεγχο από τις αποικιακές αρχές. Δεν επιτρεπόταν καμία πολιτική δραστηριότητα στο Κονγκό.

Το Βελγικό Κονγκό αναμίχθηκε στους δύο παγκόσμιους πολέμους. Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τα γυμνάσια ανάμεσα στην Force Publique και τον γερμανικό αποικιακό στρατό στην Γερμανική Ανατολική Αφρική(Ταγκανίκα), οδήγησαν σε πόλεμο, με εισβολή των Αγγλοβελγικών δυνάμεων στην γερμανική αποικία το 1916 και το 1917, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας της Ανατολικής Αφρικής. Η Force Publique κατάφερε σημαντική νίκη στη Ταμπόρα τον Σεπτέμβριο του 1916. Μετά τον πόλεμο, στο Βέλγιο δόθηκε λόγω της συμμετοχής της Force Publique στην εκστρατεία της Ανατολικής Αφρικής από την Κοινωνία των Εθνών η εντολή της πρώην γερμανικής αποικίας Ρουάντα-Ουρουντί.

Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το Βελγικό Κονγκό ήταν σημαντική πηγή εισοδήματος για την εξόριστη βελγική κυβέρνηση. Η Force Publique συμμετείχε στις εκστρατείες των συμμάχων στην Αφρική. Οι δυνάμεις του Βελγικού Κονγκό υπό την διοίκηση Βρετανών αξιωματούχων πολέμησαν τον ιταλικό αποικιακό στρατό στην Αιθιοπία.

Μέχρι το 1960, το Βελγικό Κονγκό είχε γίνει η δεύτερη πιο εκβιομηχανισμένη χώρα της Αφρικής μετά την Νότια Αφρική, με ακμάζοντα μεταλλευτικό τομέα και σχετικά παραγωγικό αγροτικό τομέα.

Ανεξαρτησία

O Πατρίς Λουμούμπα, πρώτος πρωθυπουργός του Κονγκό.

Το Μάιο του 1960, το Εθνικό Κίνημα του Κονγκό, με αρχηγό τον Πατρίς Λουμούμπα, κέρδισε τις βουλευτικές εκλογές. Προκειμένου να διασφαλίσει την ομαλή μετάβαση στην ανεξαρτησία, αλλά και τα συμφέροντα των λευκών στην περιοχή, το Βέλγιο αποφάσισε να θέσει σε εφαρμογή το “πρόγραμμα Κονγκό”. Το σχέδιο απορρίφθηκε από το Εθνικό Κίνημα και τον Πατρίς Λουμούμπα και στις 30 Ιουνίου του 1960, παρουσία του βασιλιά Μποντουέν, οι Βέλγοι μεταβίβασαν την εξουσία στην κυβέρνηση συνασπισμού, που σχηματίστηκε μετά τη διεξαγωγή εκλογών το Μάιο.

Πρόεδρος ήταν ο αντίπαλος του Λουμούμπα, Ιωσήφ Καζαβούμπου, πρώην ιερέας, δάσκαλος, δημόσιος υπάλληλος και ηγέτης του κόμματος Αμπάκο. Πρωθυπουργός ο Λουμούμπα, νικητής των εκλογών με 41 έδρες σε σύνολο 138. Όμως, η διοίκηση και ο στρατός παρέμειναν υπό βελγικό έλεγχο.

Στις 5-7 Ιουλίου εκδηλώθηκε στάση σε μονάδες της Λεοπολντβίλ και της γειτονικής Τισβίλ και οι Κονγκολέζοι στρατιωτικοί ζήτησαν να υποκαταστήσουν τους Βέλγους αξιωματικούς.

Άρχισε η υποχώρηση του βελγικού στρατού και η ομαδική φυγή των Ευρωπαίων, μεταξύ αυτών και των Ελλήνων κατοίκων. Το Βέλγιο συνέχισε να στέλνει ενισχύσεις, στο μεταξύ όμως ο υποστηριζόμενος από τους Ευρωπαίους Μωυσής Τσόμπε, ηγέτης του κόμματος Κόνακατ και αντίπαλος του Λουμούμπα, κήρυξε στις 11 Ιουλίου την ανεξαρτησία της Κατάνγκα, της οποίας τα ορυχεία χαλκού εκμεταλλευόταν σχεδόν κατά αποκλειστικότητα η πανίσχυρη Βελγική Ένωση Ορυχείων.

Σε απόγνωση ο Λουμούμπα και ο Κοζαβούμπου ζήτησαν από τον Ο.Η.Ε. να παρέμβει και τότε ο Σουηδός γενικός γραμματέας του, Νταγκ Χάμαρσκελντ, πρότεινε την αποστολή ειρηνευτικής δύναμης 18.000 στρατιωτών.

Τον Αύγουστο το χάος γενικεύτηκε. Ο Λουμούμπα, του οποίου η αδυναμία να ελέγξει την κατάσταση φάνηκε από την αρχή, σχεδίαζε πλέον επίθεση εναντίον της Κατάνγκα, με συμμετοχή του κυβερνητικού στρατού (17.000 άνδρες). Πραγματοποίησε περιοδεία στη Γουινέα, τη Λιβερία, την Γκάνα και το Τόγκο, εξασφάλισε πολιτική και στρατιωτική υποστήριξη και συμφώνησε με τον σοσιαλίζοντα πρόεδρο της Γκάνα, Κβάμε Νκρούμαχ, να συγκροτήσουν κοινή στρατιωτική διοίκηση, εάν δεν εκκενωθεί ολόκληρο το Κονγκό από τα βελγικά στρατεύματα. Ήταν σαφής πλέον η στροφή του προς την Ε.Σ.Σ.Δ., η οποία άρχισε να στέλνει στρατιωτικό υλικό και υπεραμύνθηκε των θέσεων του Κονγκό στις θυελλώδεις συνεδριάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας.

Τελικώς αποφασίστηκε η αποστολή ειρηνευτικής δύναμης στην Κατάνγκα, αφού προηγουμένως ο Χάμαρσκελντ προσέκρουσε σε πάσης φύσεως αντιδράσεις Ευρωπαίων, Αφρικανών και κυρίως των Σοβιετικών. Στις 12 Αυγούστου έφτασε με 300 Σουηδούς κυανόκρανους στην Ελιζαμπέτβιλ, προκειμένου να συζητήσει με τον Τσόμπε την αποχώρηση των βελγικών στρατευμάτων. Στις 5 Σεπτεμβρίου ο πρόεδρος Καζαβούμπου, υποστηριζόμενος από τις Η.Π.Α. και το Βέλγιο, “απέλυσε” τον Λουμούμπα, ο οποίος είχε χαιρετίσει την αποστολή ειρηνευτικών δυνάμεων στην Κατάνγκα ως “νίκη του Κονγκό” και στη θέση του όρισε τον μετριοπαθή, αλλά αδύναμο Ιωσήφ Ιλέο. Ο Λουμούμπα δεν αποδέχτηκε την αποπομπή του, με αποτέλεσμα στο Κονγκό να υπήρχαν δύο κυβερνήσεις.

Στις 14 Σεπτεμβρίου, ο συνταγματάρχης Ιωσήφ Μομπούτου, αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων του Κονγκό και πρώην σύμμαχος του Λουμούμπα, κατέλαβε με πραξικόπημα την εξουσία και καθαίρεσε τις δύο κυβερνήσεις.

Στις αρχές του 1961 η χώρα ήταν ουσιαστικά κατακερματισμένη, με τρία διαφορετικά κέντρα εξουσίας: τη Λεοπολντβίλ (σημερινή Κινσάσα) του προέδρου Καζαβούμπου, τη Στάνλεϊβιλ (Κισανγκάνι) υπό τον έλεγχο του Αντουάν Γκιζένκα, πρώην στελέχους της κυβέρνησης του Πατρίς Λουμούμπα, και την Ελιζαμπετβίλ (Λουμπουμπάσι), της αποσχισμένης Κατάνγκα υπό τον Μωυσή Τσόμπε, όπου από τα τέλη του χρόνου υπάρχουν και δυνάμεις του Ο.Η.Ε.Όσο για τον ίδιο τον Πατρίς Λουμούμπα, βρισκόταν φυλακισμένος ήδη από το φθινόπωρο του 1960 και είχε χάσει οριστικά το πολιτικό παιχνίδι.

Ο Ο.Η.Ε. κάθε άλλο παρά αμερόληπτος θεωρήθηκε στην κρίση του Κονγκό κι έτσι οι συζητήσεις στους κόλπους του δεν οδήγησαν πουθενά. Αντίθετα, η στάση του γενικού γραμματέα Νταγκ Χάμαρσκελντ προκάλεσε την οργή των οπαδών του Λουμούμπα, οι οποίοι ζητούσαν την άμεση καθαίρεση του γ.γ. του Ο.Η.Ε. Η παρουσία του Λουμούμπα, έστω και στη φυλακή, θεωρήθηκε ενοχλητική κι έτσι μεθοδεύτηκε η φυσική του εξόντωση. Τον Ιανουάριο του 1961 τον απομάκρυναν από τη Λεοπολντβίλ και τον μετέφεραν σε φυλακή της Κατάνγκα, όπου το καθεστώς του Μωυσή Τσόμπε μεταχειρίστηκε κτηνωδώς κάθε είδος αντιπάλους του, ακόμη και λιποτάκτες. Πραγματικά μέσα σε ελάχιστες εβδομάδες μετά την εκεί μεταγωγή του, ο Λουμούμπα δολοφονήθηκε. Στις 10 Φεβρουαρίου ο ραδιοφωνικός σταθμός της Ελιζαμπετβίλ ανακοίνωσε ότι δήθεν ο Λουμούμπα δραπέτευσε από τη φυλακή του και στη συνέχεια σφαγιάστηκε από μέλη φυλής εχθρικής προς τη δική του. Η αναγγελία της δολοφονίας ξεσήκωσε παγκόσμια κατακραυγή κατά των Η.Π.Α., του Βελγίου και της Μεγάλης Βρετανίας.

Διαδηλώσεις και ταραχές ξέσπασαν σε ολόκληρο τον κόσμο, ιδίως στην Αφρική -όπως π.χ. στο Κάιρο, έξω από την πρεσβεία των Ηνωμένων Πολιτειών. Το ίδιο το Κονγκό έγινε πλέον πολύ επικίνδυνο για τους άλλοτε κυρίαρχους λευκούς. Βυθίστηκε στη δίνη ενός ανελέητου πολέμου, που τράφηκε από τον ανταγωνισμό των εντόπιων μνηστήρων της εξουσίας και των μεγάλων του κόσμου, από τα μίση ανάμεσα στις φυλές, αλλά και από την έντονη ανέχεια του πληθυσμού. Τον Αύγουστο του 1961, ύστερα από μακρές διαπραγματεύσεις μεταξύ Λεοπολντβίλ και Στανλεϊβίλ, σχηματίστηκε κυβέρνηση υπό τον Κύριλλο Αντούλα. Και αυτή αποδείχθηκε βραχύβια, ενώ όλες οι προσπάθειες να τερματιστεί η απόσχιση της Κατάνγκα οδηγήθηκαν σε ναυάγιο.

Στρατιώτες της Κατάνγκα, πιστοί στον Τσόμπε, ετοιμάζονταν στις 3 Ιανουαρίου του 1963 να ανατινάξουν με εκρηκτικά γέφυρα του ποταμού Λουφίρα, έξω από το Κολουέζι, προκειμένου να αναχαιτίσουν την προώθηση των κυανόκρανων από την Ζαντστβίλ. Μάταια, αφού Αιθίοπες κυανόκρανοι προωθήθηκαν στις 8 Ιανουαρίου προς τη Σακάνια, πόλη στη μεθόριο μεταξύ Κατάνγκα και Κογκό. Ενώ ο Μωυσής Τσόμπε προσπαθούσε, έστω και την ύστατη στιγμή, να περισώσει ψήγματα εξουσίας και μαζί τεράστια συμφέροντα στις πλούσιες σε πρώτες ύλες περιοχές της Κατάνγκα, ένας εργάτης βελγικής τσιμεντοβιομηχανίας, ο Αλμπέρ Βερμπρίγκε, η γυναίκα του και μία φίλη τους έπεσαν θύματα των περιστάσεων. Πιστεύοντας τις διαβεβαιώσεις του επικεφαλής των δυνάμεων του Ο.Η.Ε. ότι η τάξη έχει αποκατασταθεί στην Ζαντστβίλ, κέντρο μεταλλευτικών εγκαταστάσεων, ο Βέλγος εργάτης αποφάσισε μαζί με άλλους να επιστρέψουν σπίτι τους. Καθ’ οδόν άνδρες του Ο.Η.Ε. άνοιξαν πυρ εναντίον τους, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν οι δύο γυναίκες και ο ίδιος, τραυματισμένος, να εκλιπαρεί για τη ζωή του. Λίγο αργότερα, ο Βερμπρίγκε, με το μάτι δεμένο με επιδέσμους, θρήνησε μαζί με το φίλο του, που γλίτωσε από τις ριπές, τον άδικο θάνατο των δύο γυναικών. Ύστερα από λίγες ημέρες, στις 13 Ιανουαρίου, ο Μωυσής Τσόμπε παραδέχθηκε την ήττα του και ανακοίνωσε ότι είναι έτοιμος να αποδεχτεί τον τερματισμό της απόσχισης της Κατάνγκα. Μετά τον τερματισμό των εχθροπραξιών οι διωγμένοι από τον πόλεμο κάτοικοι επέστρεψαν σπίτια τους.

Το 1964 το Κονγκό ήταν ακόμα παραδομένο στο χάος, καθώς τα αριστερά κινήματα ενέτειναν τη δράση τους, απειλώντας τους αντιπάλους τους, λευκούς και μαύρους, και την κεντρική κυβέρνηση στη Λεοπολντβίλ. Πρωταγωνιστές στη φάση αυτή της αιματοχυσίας ήταν ο Πιερ Μουλέλε και ο Γκαστόν Σουμιαλό. Ο πρώτος, πρώην υπουργός στην κυβέρνηση Γκιζένκα, μετά την ανατροπή της ζούσε για ένα διάστημα στο Κάιρο και στη συνέχεια εκπαιδεύτηκε στην Κίνα. Επέστρεψε κρυφά το 1963 στο Κονγκό και το 1964 τέθηκε επικεφαλής της “προσωρινής κυβέρνησης του Δυτικού Κονγκό”. Ο Σουμιαλό, πρώην οπωροπώλης, ο οποίος αυτοαποκαλείτο “νέος Λουμούμπα”, είχε αρχικά την έδρα του στην πρωτεύουσα του Μπουρούντι, Μπουζουμπούρα. Στα τέλη Ιουλίου ανήγγειλλε στην κατεχόμενη από τους αντάρτες Αλμπετβίλ το σχηματισμό “προσωρινής κυβέρνησης της Εθνικής Απελευθερωτικής Επιτροπής”, οργάνωσης που έδρευε στην Μπραζαβίλ και την οποία προσπάθησε να ελέγξει. Πρωθυπουργός και υπουργός Άμυνας ήταν ο ίδιος και αντιπρόεδρος ο τότε 25χρονος και κάτοχος υποτροφίας σπουδών σε σοβιετικόπανεπιστήμιο, Λοράν Ντεζιρέ Καμπιλά, ο μετέπειτα πρόεδρος του Κονγκό-Ζαΐρ, που ανέτρεψε τον πρόεδρο Μομπούτου Σέσε Σέκο, ακολουθώντας περίπου την ίδια διαδρομή με εκείνη των ανταρτών του 1964. Στις 26 Ιουνίου, ο Μωυσής Τσόμπε, έκπτωτος από το 1963, διέκοψε την εξορία του στη Μαδρίτη και επέστρεψε στην Λεοπολντβίλ “κατόπιν προσκλήσεως της κυβέρνησης”, όπως δήλωσε. Στις 10 Ιουλίου ορκίστηκε πρωθυπουργός, υπουργός Εξωτερικών, Πληροφοριών και Εξωτερικού Εμπορίου, για να δεχτεί τα συγχαρητήρια του άλλοτε άσπονδου εχθρού του προέδρου Ιωσήφ Καζαβούμπου. Όταν στις 4-5 Αυγούστου οι δυνάμεις του Σουμιαλό εισήλθαν στη Στάνλεϊβιλ (Κισανγκάνι), ο Τσόμπε ζήτησε βοήθεια από το Βέλγιο και τις Η.Π.Α. Οι αντάρτες προωθήθηκαν ταχύτατα στο κεντρικό Κιβού, με προορισμό την πλούσια σε φυσικούς πόρους Κατάνγκα. Η εξέγερση καταπνίγηκε οριστικά τον επόμενο χρόνο από λευκούς μισθοφόρους.

Η απέχθεια των δυτικών δυνάμεων για τον κομμουνισμού και την αριστερή ιδεολογία οδήγησαν στην απόφασή του να χρηματοδοτήσουν τον Μομπούτου ο οποίος προχώρησε σε πραξικόπημα το 1965. Με συνταγματικό δημοψήφισμα μετά το πραξικόπημα, το όνομα της χώρας άλλαξε «Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό». Το 1971 ο Μομπούτου άλλαξε το όνομα ξανά, σε «Δημοκρατία του Ζαΐρ».

Ζαΐρ

Ο νέος πρόεδρος είχε την υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών για την αντίθεσή του στον Κομμουνισμό, θεωρώντας ότι θα δρούσε ως ανάχωμα για κομμουνιστικές κινήσεις στην Αφρική. Δημιουργήθηκε μονοκομματικό σύστημα και ο Μομπούτου αυτοανακηρύχθηκε αρχηγός του κράτους. Περιοδικά διεξήγαγε εκλογές όπου ήταν ο μόνος υποψήφιος. Αν και επετεύχθη σχετική ειρήνη και σταθερότητα, η κυβέρνηση Μομπούτου ήταν ένοχη για σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, πολιτικής καταστολής, προσωπολατρία και διαφθορά. Η διαφθορά ήταν τόσο κοινή, ώστε να γίνει γνωστή ως «le mal Zairois» ή η αρρώστια του Ζαΐρ.

Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, οι σχέσεις ΗΠΑ και Μομπούτου ψυχράθηκαν, καθώς δεν θεωρούταν πλέον απαραίτητος ως σύμμαχος στον Ψυχρό Πόλεμο. Οι αντίπαλοί του στο Ζαΐρ ζήτησαν μεταρρυθμίσεις. Έτσι, ο Μομπούτου ανακήρυξε την Τρίτη Δημοκρατία το 1990, της οποίας το σύνταγμα υποτίθεται ότι έθετε τις βάσεις για δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις. Αυτές όμως αποδείχθηκαν απλώς κοσμητικές. Ο Μομπούτου συνέχισε να κυβερνά μέχρι που οι ένοπλες δυνάμεις τον ανάγκασαν να φύγει από το Ζαΐρ το 1997.

Το 1996, μετά τον εμφύλιο πόλεμο στη Ρουάντα, τη γενοκτονία και την άνοδο των Τούτσι στην κυβέρνηση της Ρουάντα, οι στρατιωτικές δυνάμεις των Χούτου κατέφυγαν στο ανατολικό Ζαΐρ, όπου χρησιμοποιούσαν τα στρατόπεδα των προσφύγων ως βάση για επιθέσεις στη Ρουάντα. Συμμάχησαν με τις ένοπλες δυνάμεις του Ζαΐρ για να επιτεθούν στου Τούτσι που ζούσαν στο ανατολικό Ζαΐρ.

Οι συνασπισμένοι στρατοί της Ρουάντα και της Ουγκάντα εισέβαλαν στο Ζαΐρ για να εκθρονίσουν την κυβέρνηση Μομπούτου και τελικά να ελέγξουν τις πλουτοπαραγωγικές πηγές του Ζαΐρ, ξεκινώντας τον πρώτο πόλεμο του Κονγκό. Ο συνασπισμός συμμάχησε με δυνάμεις της αντιπολίτευσης, της οποίας ηγέτης ήταν ο Λωράν-Ντεζιρέ Καμπιλά, δημιουργώντας την Συμμαχία Δημοκρατικών Δυνάμεων για την Απελευθέρωση του Κονγκό. Το 1997, ο Μομπούτου έφυγε και ο Καμπιλά προήλασε στην Κινσάσα, αυτοανακηρύχθηκε πρόεδρος και άλλαξε το όνομα της χώρας σε Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (République démocratique du Congo).

Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό

Από το 1997 μέχρι και σήμερα Πρόεδρος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, είναι ο αξιότιμος κ. Joseph Kambila, ο οποίος διανύει την τρίτη θητεία του στο αξίωμα του Προέδρου.